πρυτανεύω

πρυτανεύω
πρῠτᾰν-εύω (also [full] βρυτανεύω, IG9(1).111 ([place name] Elatea), cf. πρυτανεῖον),
A to be πρύτανις or president, hold sway, ἀθανάτοισι among them, h.Ap.68; so of God, Ph.2.595.
2 to be chairman of a board, D.21.87; of a βουλή, POxy.2130.7 (iii A.D.), etc.
II at Athens, hold the presidency, prop. of the tribe in order of πρυτανεία in βουλή and

ἐκκλησία, ἔτυχεν . . ἡ φυλὴ [Ἀντιοχὶς] πρυτανεύουσα Pl.Ap.32b

, cf. Grg.473e;

Ἀκαμαντὶς ἐπρυτάνευε IG12.16

, Th.4.118
, etc.: sts. of an individual member of the πρυτανεία, IG12.39.14, al., Antipho 6.45;

οἱ τότε πρυτανεύσαντες And.1.46

.
b generally, of the mover of a motion,

ὁ πρυτανεύσας ταῦτα καὶ πείσας D.15.3

.
2 π. περὶ εἰρήνης put the question on a motion for peace, this being the duty of the Prytanes, Ar.Ach.60;

εἰρήνην πρυτανεῦσαι Isoc.4.121

: hence,
3 π. τινὶ εἰρήνην obtain peace for another, Luc.Demon.9, cf. PStrassb.5.8 ([voice] Pass., iii A.D.);

φιλίαν τισί D.C.46.11

;

πᾶσι τὰ ἀγαθά Aristid.Or.26(14).109

; [αἱ Πλειάδες] τὸ ἔαρ ἡμῖν π. herald the spring, Procop.Gaz.p.141 B.
III generally, control, regulate, joined with διοικεῖν, D.5.6:—[voice] Pass., πρυτανεύεσθαι παρά τινος to suffer oneself to be guided by one, Id.9.60.
2 metaph., δεῖπνον χαριέντως πεπρυτανευμένον served daintily, Alex.110.4; of persons, to be entertained,

χορηγίᾳ βασιλικῇ Plu.2.602a

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πρυτανεύω — to be pres subj act 1st sg πρυτανεύω to be pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρυτανεύω — πρυτανεύω, πρυτάνευσα βλ. πίν. 19 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πρυτανεύω — ΝΑ, και αττ. τ. προτανεύω και φωκ. τ. βρυτανεύω Α (στην αρχ. Αθήνα) (για φυλή ή για πρόσ.) ασκώ το αξίωμα τού πρυτάνεως (α. «Ἀκαμαντὶς πρυτάνευε», Θουκ. β. «πρυτανεύσας τὴν πρώτην πρυτανείαν», Αντιφ.) νεοελλ. 1. είμαι πρύτανης πανεπιστημίου ή… …   Dictionary of Greek

  • πρυτανεύω — πρυτάνευσα 1. ασκώ τα καθήκοντα του πρύτανη. 2. επικρατώ, θεωρούμαι καλύτερος, προτιμότερος: Τελικά πρυτάνευσε η σκέψη να δεχτούμε τα πράγματα όπως έχουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρυτανεύετε — πρυτανεύω to be pres imperat act 2nd pl πρυτανεύω to be pres ind act 2nd pl πρυτανεύω to be imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρυτανεύσῃ — πρυτανεύω to be aor subj mid 2nd sg πρυτανεύω to be aor subj act 3rd sg πρυτανεύω to be fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρυτανεύῃ — πρυτανεύω to be pres subj mp 2nd sg πρυτανεύω to be pres ind mp 2nd sg πρυτανεύω to be pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρυτανευομένων — πρυτανεύω to be pres part mp fem gen pl πρυτανεύω to be pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρυτανευόμενον — πρυτανεύω to be pres part mp masc acc sg πρυτανεύω to be pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρυτανευόντων — πρυτανεύω to be pres part act masc/neut gen pl πρυτανεύω to be pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρυτανεῦον — πρυτανεύω to be pres part act masc voc sg πρυτανεύω to be pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”